θυωρός

θυωρός
θυωρός
Grammatical information: m.
Meaning: `offer-table,`ἱερὰ τράπεζα' (Pherekyd. Syr., Call.),
Other forms: also θυωρίς f. (Poll.).
Derivatives: θυωρίτης τραπεζίτης H., metaph. Lyc. 93 (cf. Redard Les noms grecs en -της 40); θυωρία `offerfeast, meal' (Didyma), θυωρεῖσθαι εὑωχεῖσθαι H.
Origin: IE [Indo-European] [1164] *uer- `observe'
Etymology: From *θυο-Ϝωρός (cf. θυωρόν τράπεζαν την τὰ θύη φυλάσσουσαν H.), Güntert Götter und Geister 120, s. also θυρωρός (but θυο- is difficult). Through association with θεός, θεωρία etc. arose the notations θεωρίς, θεωρία (Poll., Didyma, Rom.empire). - Diff. Kalén Quaest. gramm. graecae 11f.: θυω- \> θεω- phonetically conditioned; θυωρός \< *θυ-ᾱϜορος to ἀείρω (cf. μετέωρος a. o.)[improbable]. (Not from *θυε-ωρος, with impossible form *θυε-, DELG.)
Page in Frisk: 1,699

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θυωρός — ὁ, ἡ (Α) 1. ο επιμελητής τών θυσιών, τών ιερών προσφορών 2. ως επίθ. ο ορισμένος για τις θυσίες («θυωρός τράπεζα» η τράπεζα η ορισμένη για τις θυσίες, Φερεκρ.) 3. μυροποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυ (πρβλ. θύος) + ωρός. Το β συνθετικό είτε < Fορος… …   Dictionary of Greek

  • θυωρός — taking care of offerings masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυωρόν — θυωρός taking care of offerings masc/fem acc sg θυωρός taking care of offerings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυωροί — θυωρός taking care of offerings masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυωροῦ — θυωρός taking care of offerings masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυωρίτης — θυωρίτης, ὁ (Α) [θυωρός] 1. αυτός που υπηρετεί ως θυωρός* 2. μτφ. κριτής, εξεταστής («θυωρίτης κάλλους» Κριτής τής ομορφιάς, Λυκόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • θυωρίς — (ενν. τράπεζα), ἡ (Α) τράπεζα για ιερές προσφορές, τράπεζα για θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θυωρός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”